- μόδιοι
- μόδιοςmodiusmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σημοδιαίος — αία, ον, Α αυτός που περιλαμβάνει έξι μοδίους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής < λατ. φρ. six modii «έξι μόδιοι» + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. δραχμ ιαῖος)] … Dictionary of Greek
τετραμόδιον — τὸ, Μ τέσσερεις μόδιοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) + μόδιος «μέτρο χωρητικότητας» (πρβλ. ἡμι μόδιον)] … Dictionary of Greek